- κεκοσμημένως
- κεκοσμημένως (Α)επίρρ. κόσμια, με τάξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκοσμημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κοσμῶ «τακτοποιώ, κανονίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεκοσμημένως — modestly indeclform (adverb) κοσμέω order perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)